Έρικα Αθανασίου | Diastixo | 06 Φεβρουαρίου 2023
[>> Giampiero Brunelli, War in the Modern Age]
Giampiero Brunelli: συνέντευξη στην Έρικα Αθανασίου
Ο Giampiero Brunelli γεννήθηκε στη Ρώμη το 1968 και είναι ιστορικός με εξειδίκευση στην Νεότερη Ιστορία. Διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Θεσμών και Πρώιμη Νεότερη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza από το 2006 ως σήμερα. Από το συγγραφικό έργο του ξεχωρίζουν τα βιβλία: Soldati del papa. Politica militare e nobiltà nello stato della Chiesa. 1550-1664 [Στρατιώτες του πάπα: Στρατιωτικές Πολιτικές & Αριστοκρατία στο παπικό κράτος (1560-1644)], Il Sacro Consiglio di Paolo IV [Το Ιερό Συμβούλιο του Παύλου Δ’], Storia delle istituzioni politiche [Ιστορία των Πολιτικών Θεσμών], La Guerra dei Trent’ anni [Ο Τριακονταετής Πόλεμος]. Το βιβλίο του Ο πόλεμος στη νεώτερη εποχή (La Guerra in età moderna, 2021), που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Historical Quest, σε μετάφραση του Σωτήριου Φ. Δρόκαλου, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Τι σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο Ο πόλεμος στη νεώτερη εποχή;
Είναι ένα θέμα που πάντα με γοήτευε, από τα πανεπιστημιακά μου χρόνια, όταν άρχισα να μελετώ τους στρατιωτικούς κανονισμούς του παπικού κράτους και διαπίστωσα ότι έλειπε μια σύνθεση για το θέμα Πόλεμος στη νεώτερη εποχή, που να καλύπτει το πανεπιστήμιο και το μορφωμένο κοινό. Τέλος, ήθελα να προσθέσω σε όσα ήδη γνωρίζαμε μια ευρεία παρέκβαση σχετική με τις πραγματείες για τη στρατιωτική τέχνη –ένα πλημμυρισμένο ποτάμι μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα–, προσπαθώντας να δώσω φωνή σε αρχηγούς και στρατιώτες μέσα από τα απομνημονεύματα και τις αυτοβιογραφίες τους. Μόνο έτσι, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να μετρηθεί πραγματικά η αντίληψη της αλλαγής. Οι τρόποι πολέμου μεταμορφώνονταν πολύ γρήγορα: η εποχή των ιπποτών με τις λαμπερές πανοπλίες τους, με το δόρυ στο χέρι, είχε τελειώσει. Όποιος έγραφε, θεωρία ή εμπειρίες επί του πεδίου, έπρεπε απαραίτητα να το έχει προσέξει. Και πράγματι, βιβλία και απομνημονεύματα το καταγράφουν.
Τελικά, η σημερινή εποχή φαίνεται ότι δεν είναι λιγότερο ταραχώδης κι έχει παρόμοια προβλήματα: πόλεμοι, επιδημίες, οικονομικές κρίσεις, εγκληματικότητα, ημιμάθεια, μισαλλοδοξία. Τι θεωρείτε ότι δεν έχουμε κάνει σωστά κι έχουμε ακόμη και σήμερα τα ίδια προβλήματα;
Η ιστοριογραφική επιστήμη προσπαθεί να μην πέσει στο τελεολογικό σφάλμα τού να υποθέσει ότι υπάρχει κάποιο «μονοπάτι προόδου», με περισσότερο ή λιγότερο θριαμβευτικά αποτελέσματα: ούτε για τους λαούς μιας συγκεκριμένης ηπείρου, ούτε –ακόμη περισσότερο– για τα πεπρωμένα όλης της ανθρωπότητας. Σίγουρα, ωστόσο, είναι δύσκολο να μην επισημάνω ότι από την περίοδο που με ενδιαφέρει (τέλη 15ου – αρχές 19ου αιώνα), μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, οι μέσες συνθήκες διαβίωσης των Ευρωπαίων είχαν βελτιωθεί, παρά τους δύο πολέμους τρομακτικών διαστάσεων με ανείπωτο ανθρώπινο κόστος. Πράγματι, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 φαινόταν ότι το τρομερό, αρχαίο σύμπλεγμα πολέμου-πείνας-επιδημίας είχε επιτέλους καταπολεμηθεί επιτυχώς: μετά τις επιδημίες, είχαν εξαφανιστεί από την Ευρώπη επίσης οι πόλεμοι. Τα συστήματα του κράτους πρόνοιας προστάτευαν τους Ευρωπαίους από οικονομικές κρίσεις. Η κατανάλωση πολιτισμικών προϊόντων ήταν σε άνοδο. Τα προβλήματα της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας δεν εμφανίζονταν με ιδιαίτερη βαρύτητα. Στη συνέχεια, αυτός ο κύκλος έσπασε και πολλά προβλήματα, που έμοιαζαν αν όχι ξεπερασμένα, τουλάχιστον συγκρατημένα εντός ορισμένων ορίων, επανεμφανίστηκαν δραματικά, με νέες, συχνά πιο βίαιες μορφές. Πώς ήταν αυτό δυνατό; Δεν έχω μελετήσει τη διαδικασία με τις μεθόδους μας των ιστορικών και κοινωνικών επιστημών, αλλά έχω σχηματίσει παρ’ όλα αυτά μια γενική ιδέα: ήταν σοβαρό λάθος να διακόψουμε τις κεϊνσιανές πολιτικές και να αγκαλιάσουμε τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες. Ήταν λάθος να εγκαταλείψουμε την ισοτιμία χρυσού-δολαρίου και να επιτρέψουμε να γεννηθεί ένας κόσμος στον οποίο τα χρηματοοικονομικά assets σε κυκλοφορία ή σε χαρτοφυλάκια ανέρχονται σε 1,5 εκατομμύριο δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή σχεδόν 16 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ (που περιορίζεται στα 94.000 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με την αναφορά του Οκτωβρίου 2021). Θα ήταν αντίθετα πολύ σημαντικό να ενεργοποιηθεί και να καλλιεργηθεί μια αληθινή πολυμερής πολιτική συνεχούς και εκτεταμένου διαλόγου, όσο γίνεται περισσότερο, μεταξύ των διαφόρων κρατών. Ίσως όμως υπάρχει ακόμα χρόνος. Ο ΟΗΕ και το G20 θα μπορούσαν να αποτελέσουν πραγματικό χώρο συνάντησης, εάν όλες οι προσπάθειες πήγαιναν προς αυτή την κατεύθυνση.
Θα είχατε την πρόθεση να γράψετε πάνω σε ένα ιδιαιτέρως «ελληνικό» ιστορικό θέμα; Κι αν ναι, θα προτιμούσατε να γράψετε για την αρχαιότητα, τον μεσαίωνα ή τη σύγχρονη εποχή;
Στην πραγματικότητα έχω στο πρόγραμμα να γράψω ένα βιβλίο για τον Πόλεμο της Κάντια (Κρήτης) στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Σίγουρα με ενδιαφέρει περισσότερο η ελληνική ιστορία στη νεότερη εποχή, που είναι λιγότερο γνωστή στην Ιταλία και, πιστεύω, γενικά στην Ευρώπη.
Ποιες όψεις της ευρωπαϊκής νεότερης ιστορίας (15ος – 18ος αι.) θεωρείτε πιο σημαντικές και διδακτικές για τον σημερινό άνθρωπο;
Η ιστορία της περιόδου που μελετώ είναι θεμελιώδης, δεν κουράζομαι να το επαναλαμβάνω στους μαθητές μου. Κάνω μια λίστα με πράγματα που γεννήθηκαν σε εκείνους τους αιώνες: ο κόσμος όπως τον ξέρουμε σήμερα, με την Αμερική και την Ωκεανία, η τυπογραφία με κινητούς χαρακτήρες, τα χαρτονομίσματα, η κοινοβουλευτική μορφή διακυβέρνησης, με την Βουλή που δίνει «εμπιστοσύνη» σε μια κυβέρνηση, η κατηγορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ιδέα των ίσων ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών, η επιστήμη με βάση την παρατήρηση και τον πειραματισμό, τα πρώτα εργοστάσια, οι ατμομηχανές. Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμη. Είναι εκπληκτικό το πόσα επιτεύγματα της νεότερης ιστορίας έχουν στενή σχέση μαζί μας χωρίς σχεδόν να το συνειδητοποιούμε. Άφησα σκόπιμα έξω τα πυροβόλα όπλα, προσωπικά και βαριά, που έκτοτε καθόρισαν την ιστορία, βεβαίως, αλλά προκάλεσαν επίσης πολλά εκατομμύρια θανάτους.
Δεδομένου του πλούτου της ευρωπαϊκής ιστορίας, εκτιμάτε ότι η ήπειρος θα καταφέρει να αξιοποιήσει την πείρα της για να βρει απάντηση στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου; Ή μήπως, αντίθετα, το μεγάλο ιστορικό βάθος καταλήγει να μειώνει τη ζωτικότητά της, περίπου όπως τα γηρατειά κάνουν στους ανθρώπους;
Όχι, επιτρέψτε μου να διαφωνήσω, η βαθιά ιστορική γνώση δεν συγκρίνεται με τα γηρατειά των ανθρώπων. Ένα ηλικιωμένο άτομο μπορεί να αισθάνεται ανίκανο να κάνει πράγματα. Η βαθιά γνώση του παρελθόντος, απεναντίας, παρακινεί σε δράση. Επιτρέψτε μου να παραθέσω μια φράση του πρόεδρου των ΗΠΑ Θεόδωρου Ρούζβελτ: Όσο περισσότερο γνωρίζεις το παρελθόν, τόσο καλύτερα είσαι προετοιμασμένος για το μέλλον. Το πρόβλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ελίτ είναι πως, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ξέρουν ιστορία, ή μάλλον δεν ξέρω αν τη γνωρίζουν, αλλά σίγουρα δεν τη χρησιμοποιούν ως πολιτιστικό ορίζοντα για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων που έχουν να αντιμετωπίσουν. Θα βρούμε απαντήσεις στις προκλήσεις, κατά τη γνώμη μου, εάν προωθήσουμε την αμοιβαία κατανόηση και τον διάλογο στη βάση του κοινού μας παρελθόντος.
Πώς καλλιεργείτε την επαφή με το αναγνωστικό κοινό σας; Τι σας φέρνει κοντά με τους αναγνώστες σας;
Έχω αναγνώστες μεταξύ των φοιτητών και των απλών ανθρώπων που είναι παθιασμένοι με την ιστορία. Για πρώτη φορά από τότε που δημοσίευσα μονογραφίες –το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε το 2003– αυτός ο τόμος για τον πόλεμο στη νεότερη εποχή μού χάρισε την εμπειρία των αναγνωστών που περιμένουν, έπειτα από μια δημόσια παρουσίαση, για να τους υπογράψω το αντίτυπό τους. Ήταν πολύ συναρπαστικό. Φυσικά, ζητώ από όλους να κατανοήσουν τη γενική ιδέα που εξέφρασα σε αυτή την περίπτωση: ας μην ξεχνάμε την τεράστια επίδραση που είχε αυτή η μεγάλη αλλαγή στον τρόπο μάχης για τα κράτη και τους πολίτες της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, όμως, καλώ τους αναγνώστες να νιώσουν «κύριοι» του βιβλίου, να ψάξουν τι τους αρέσει και τι τους ενδιαφέρει περισσότερο. Ίσως διαβάζοντας τον Πίτερ Χάγκεντορφ κάποιος παθιαστεί γενικά με το είδος «αυτοβιογραφίες στρατιωτών» και φτιάξει μια βιβλιοθήκη με αναγνώσματα, με απομνημονεύματα που θα φτάνουν μέχρι τον πόλεμο του Βιετνάμ, ή ίσως ακόμη και μέχρι τον πόλεμο της Ουκρανίας. Γιατί σίγουρα και αυτοί οι στρατιώτες θα γράφουν αυτή τη στιγμή απομνημονεύματα.
Το εν λόγω βιβλίο σας είναι το πρώτο έργο σας που εκδίδεται στην Ελλάδα. Θα θέλατε να στείλετε κάποιο μήνυμα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό;
«Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος/ Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας…» [σ.σ.: ο συγγραφέας απαγγέλλει αρχαία ελληνικά]. Είναι οι δύο πρώτοι στίχοι της Μήδειας του Ευριπίδη, τους ξέρω απέξω από το σχολείο. Εσείς οι Έλληνες αναγνώστες, όπως και εμείς οι Ιταλοί, είστε κληρονόμοι μιας τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Όλοι εμείς δεν πρέπει μόνο να τη συντηρήσουμε και να τη μεταδώσουμε, αλλά και να τη ζήσουμε, δηλαδή να τη νιώσουμε μέσα μας ως αυτό που είναι: μια ανεξάντλητη πηγή πολιτισμού, ικανή να μας φέρει σε επικοινωνία με ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τότε όπως και σήμερα.